προσφωνησάντων

προσφωνησάντων
προσφωνέω
call
aor part act masc/neut gen pl
προσφωνέω
call
aor imperat act 3rd pl
προσφωνέω
call
aor part act masc/neut gen pl
προσφωνέω
call
aor imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσφωνώ — προσφωνῶ, έω, ΝΜΑ απευθύνω σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, κάνω προσφώνηση, προσαγορεύω (α. «τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας προσφώνησε ο δήμαρχος» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ) αρχ. 1. καλώ κάποιον με το όνομά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”